- πολυέδρων
- πολύεδροςwith many seatsmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύτοπο — το, Ν μαθημ. κυρτό υποσύνολο ενός πολυδιάστατου ευκλείδειου χώρου Rn(n>3), αντίστοιχο τών κυρτών πολυγώνων τού R2 (επίπεδου) και τών κυρτών πολυέδρων τού R3 (χώρου) … Dictionary of Greek
Κέπλερ, Γιοχάνες — (Johannes Kepler, Βάιλ, Βυρτεμβέργη 1571 – Ρέγκενσμπουργκ 1630). Γερμανός αστρονόμος και φυσικός φιλόσοφος. Σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο Τίμπινγκεν. Εκεί επηρεάστηκε από τον καθηγητή μαθηματικών Μίκαελ Μέστλιν, υποστηρικτή της ηλιοκεντρικής … Dictionary of Greek
Υψικλής — Αστρονόμος και μαθηματικός του 2ου αι. μ.Χ., από την Αλεξάνδρεια. Έγραψε το έργο Περί πολυέδρων, που πολλοί το εντάσσουν στα Στοιχεία του Ευκλείδη … Dictionary of Greek